Με απόφαση του Ν. Παπαθανάση ενεργοποιείται χρηματοδότηση 80 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης για να μπορέσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση σε ευρυζωνικές συνδέσεις.
Η όλη διαδικασία θα γίνει μέσω της νέας πλατφόρμας του Gigabit Voucher, από όπου, με υποβολή αίτησης, θα κατανέμονται τα σχετικά κουπόνια με την επιδότηση των 200 ευρώ για ευρυζωνικές συνδέσεις υψηλής ταχύτητας, άνω των 300 Mbps, είτε στο σπίτι είτε στο γραφείο.
Το πρόγραμμα, μάλιστα, θα τρέξει για περίοδο δύο ετών. Καλύπτει τόσο το αρχικό κόστος εγκατάστασης όσο και το μηνιαίο πάγιο, δίνοντας τη δυνατότητα σε περισσότερους πολίτες να αποκτήσουν πρόσβαση σε ταχύτερες συνδέσεις Internet.
Όπως, συγκεκριμένα, αναφέρεται στη σχετική απόφαση ου αναπληρωτή υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Νίκου Παπαθανάση, το Πρόγραμμα «Κουπόνι Συνδεσιμότητας Gigabit»:
Θα επιχορηγεί την απόκτηση ευρυζωνικής σύνδεσης υπερυψηλής ταχύτητας από νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παρέχοντας επιταγές (Vouchers) για την κάλυψη κόστους απόκτησης της σχετικής υπηρεσίας και ιδιαίτερα του κόστους που αντιστοιχεί στην αρχική σύνδεση (ενδεικτικά: κόστος εγκατάστασης της οριζόντιας οπτικής καλωδίωσης για τη διασύνδεση της οριζόντιας ιδιοκτησίας με την υφιστάμενη κάθετη καλωδίωση, κόστος τερματικού εξοπλισμού, κόστος ενεργοποίησης).
Ωφελούμενοι του Προγράμματος είναι όλοι οι πολίτες (φυσικά πρόσωπα) και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (περιλαμβανομένων και των επιτηδευματιών) που δεν διαθέτουν ήδη ευρυζωνική σύνδεση με ταχύτητα download μεγαλύτερη των 100 Mbps και διαμένουν ή έχουν την έδρα/υποκατάστημά τους σε κτήρια που βρίσκονται στις Περιοχές Παρέμβασης.
Οι επιχορηγούμενες υπηρεσίες πρέπει να πληρούν σωρευτικά τις ακόλουθες ελάχιστες απαιτήσεις:
Να διαθέτουν είτε ταχύτητα download 250 Mbps είτε συμμετρική ταχύτητα 100 Mbps (για επιχειρήσεις).
Να περιλαμβάνουν τον απαραίτητο για τη λειτουργία του τερματικό εξοπλισμό του τελικού χρήστη (modem/router).
Να παρέχονται με έκπτωση τουλάχιστον ίση με το ποσό του Voucher, σε σχέση με τα αντίστοιχα προγράμματα (με ίδια χαρακτηριστικά ταχύτητας, συμπεριλαμβανομένων και των υποπροϊόντων) που προσφέρονται στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας. Η έκπτωση μπορεί να διατεθεί με οποιονδήποτε τρόπο εντός της περιόδου της σύμβασης παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με την εμπορική πολιτική του παρόχου.
Εάν παρέχονται από καθετοποιημένο πάροχο με μερίδιο αγοράς στη λιανική αγορά ευρυζωνικών συνδέσεων μεγαλύτερο από 20%, τότε ο πάροχος πρέπει να παρέχει τουλάχιστον μία υπηρεσία χονδρικής που να αντιστοιχεί σε κάθε διαθέσιμη ταχύτητα (ή συνδυασμό ταχυτήτων download/upload) των προϊόντων λιανικής που προσφέρει στη δράση, και η οποία θα επιτρέπει σε άλλους παρόχους να παρέχουν αντίστοιχη υπηρεσία λιανικής.
Επιπλέον, στην περίπτωση που κάποιος πάροχος, που παρέχει αποκλειστικά υπηρεσίες χονδρικής (wholesale-only), προσφέρει υπηρεσίες σε πάροχο λιανικής στο πλαίσιο της δράσης, ο πάροχος χονδρικής οφείλει να μην εφαρμόζει πρακτικές διακριτικής μεταχείρισης. Σε κάθε περίπτωση, η παροχή της υπηρεσίας χονδρικής (είτε προσφέρεται από καθετοποιημένο πάροχο με μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο του 20%, είτε από πάροχο αποκλειστικά χονδρικής) πρέπει να γίνεται υπό όρους διαφάνειας και μη διακριτικής μεταχείρισης, και σε τιμή όχι υψηλότερη από την αντίστοιχη ρυθμιζόμενη τιμή, όπως αυτή καθορίζεται από την ΕΕΤΤ στο πλαίσιο της ρύθμισης της χονδρικής αγοράς τοπικής πρόσβασης. Καθετοποιημένοι πάροχοι με ποσοστό μικρότερο από 20% μπορούν να προσφέρουν σε εθελοντική βάση υπηρεσίες χονδρικής.
Η συνολική οικονομική αξία του Voucher ορίζεται στο ποσό των 200€ ανά ωφελούμενο νοικοκυριό ή μικρομεσαία επιχείρηση.
Τόνωση της ζήτησης
Αξίζει να σημειωθεί ότι το όλο πρόγραμμα αφορά την τόνωση της ζήτησης για ευρυζωνικές υπηρεσίες που είναι “βάση” για τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Μάλιστα, σύμφωνα με τον δείκτη DESI της ΕΕ , ειδικά, η ψηφιοποίηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι σε χαμηλά επίπεδα ενώ υπάρχουν θετικά σημάδια από την ανάπτυξη του οικοσυστήματος των νεοφυών επιχειρήσεων. Ειδικότερα, το 2023 το 43,3% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είχαν τουλάχιστον ένα βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης έναντι 57,7% του μέσου όρου της ΕΕ. Επίσης, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν χαμηλό επίπεδο υιοθέτησης προηγμένων τεχνολογιών, με το 33,5% να έχουν υιοθετήσει τεχνολογίες AI, cloud ή ανάλυση δεδομένων υστερώντας έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου που κινείται στο 54,6%.
Πρακτικά, αν και καταγράφεται πρόοδος, ειδικά στις τηλεπικοινωνίες, παραμένει το χάσμα με τους ευρωπαϊκούς στόχους που έχουν τεθεί για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με ορίζοντα το 2030. Σύμφωνα με την Κομισιόν στον οδικό της χάρτη, η Ελλάδα έχει ως στόχο το 79,7% των μικρών και μεσαίων εταιρειών να έχουν τουλάχιστον το βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης έως τα τέλη της δεκαετίας, κάτω από τον στόχο του 90% που έχει θέσει η ΕΕ.