Μέχρι σήμερα η ανάλυση της Deutsche Bank περιέγραφε την αλήθεια. Δηλαδή μια σχετική αδιαφορία των αγορών για τις εξελίξεις στη Γάζα και τώρα στο Λίβανο. Μετά όμως την πυραυλική επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ και τις σκέψεις του Τέλ Αβιβ να ανταποδώσει με στόχους είτε τις πυρηνικές είτε τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Τεχεράνης, οι αγορές άρχισαν να ανησυχούν. Αυτό φάνηκε στη μεγάλη άνοδο της τιμής του πετρελαίου.
Σύμφωνα με την Deutsche Bank, υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι
Πρώτον: Οι σημερινοί γεωπολιτικοί κίνδυνοι δεν φαίνεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας ή στους μακροοικονομικούς δείκτες. Αντίθετα, οι μεγαλύτερες κινήσεις στις αγορές τελευταία ήρθαν ως απάντηση στα μέτρα στήριξης της Κίνας και στα αμερικανικά στοιχεία για την αγορά απασχόλησης, καθώς αυτά άλλαξαν την τροχιά των οικονομιών σε σχέση με όσα προβλέπονταν προηγουμένως, εξηγούν οι αναλυτές.
Δεύτερον: Τα πληθωριστικά ρίσκα που προκύπτουν για την παγκόσμια οικονομία από την Μέση Ανατολή παραμένουν για την ώρα διαχειρίσιμα, με τις τιμές του πετρελαίου να κινούνται χαμηλότερα από τον μέσο όρο του έτους. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα συνέβησαν το 2022, μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όταν οι τιμές της ενέργειας εκτινάχθηκαν στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων ετών.
Όπως σημειώνει η Deutsche Bank, εάν οι τιμές του πετρελαίου σημειώσουν κάποια μεγαλύτερη άνοδο, ενισχύοντας τον παγκόσμιο πληθωρισμό, τότε αυτό θα ήταν κάτι ανησυχητικό για τις αγορές, καθώς θα σήμαινε ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν μικρότερα περιθώρια για μειώσεις επιτοκίων και άρα η νομισματική χαλάρωση που έχει προεξοφληθεί δεν θα πραγματοποιηθεί. Όμως, όπως ξεκαθαρίζουν οι αναλυτές, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει σήμερα.
Και τρίτον: Το γεωπολιτικό ρίσκο έχει συχνά μικρότερες επιπτώσεις από ό,τι πολλοί φαντάζονται, εν μέρει γιατί οι αγορές αντιμετωπίζουν πάντα έναν βαθμό αβεβαιότητας.
Ποια ήταν τα γεωπολιτικά γεγονότα που επηρέασαν περισσότερο τις αγορές
Στη μεταπολεμική ιστορία, τα μεγαλύτερα sell-offs που πυροδοτήθηκαν από γεωπολιτικές εξελίξεις ήταν κυρίως στασιμοπληθωριστικά επεισόδια, όπου υπήρξε ταυτόχρονη στροφή προς υψηλότερο πληθωρισμό και χαμηλότερη ανάπτυξη, σημειώνει η Deutsche Bank.
1. Τα πετρελαϊκά σοκ της δεκαετίας του 1970. Αυτή η στασιμοπληθωριστική περίοδος ήταν άσχημη για τις αγορές, με αποτέλεσμα οι πραγματικές αποδόσεις για τις μετοχές και τα ομόλογα να είναι φτωχές σε πολλές χώρες.
2. Η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990. Ο πόλεμος αυτός πυροδότησε ένα άλμα του πετρελαίου, από τα 16 δολάρια τον Ιούλιο του 1990 σε επίπεδα πάνω από τα 40 δολάρια, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Το πετρελαϊκό σοκ συνέβαλε καθοριστικά στην αμερικανική ύφεση του 1990-91, με αποτέλεσμα ο S&P 500 να πέσει σχεδόν 20% από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο.
3. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022. Αν και αρκετοί παράγοντες συνέβαλαν στο ταυτόχρονο sell-off σε ομόλογα και μετοχές του 2022, εντούτοις ο πόλεμος στην Ουκρανία έπαιξε σημαντικό ρόλο. Και αυτό γιατί οδήγησε σε εκτίναξη των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο πληθωρισμός σε όλο τον κόσμο, πλήττοντας παράλληλα την ανάπτυξη σε πολλές χώρες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι κεντρικές τράπεζες αναγκάστηκαν να αυξήσουν τα επιτόκια πολύ γρηγορότερα από ό,τι αναμενόταν στις αρχές του 2022, για να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό.